φουσκί

φουσκί
το, Ν
1. κοπριά χωνεμένη μέσα σε χώμα και χρησιμοποιούμενη για λίπασμα
2. υπόστρωμα από υπολείμματα κλαδιών και φύλλων μουριάς καθώς και από περιττώματα μεταξοσκωλήκων, το οποίο, ύστερα από τον σχηματισμό τών κουκουλιών, αποτίθεται στους κοπρώνες ή χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φύσκη* «κύστη, έντερο, στομάχι», μέσω ενός μτγν. υποκορ. φυσκίον, με τροπή τού -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φουσκί — το 1. χώμα ανάμειχτο με κοπριά για λίπανση της γης, κοπρόχωμα, φουσκίδι. 2. τα περιττώματα από τους μεταξοσκώληκες, που είναι χρήσιμα ως τροφή των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκίδι — το, Ν φουσκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. στολ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • φουσκίζω — Ν [φουσκί] ρίχνω φουσκί κοντά στη ρίζα τού φυτού, λιπαίνω …   Dictionary of Greek

  • φούσκισμα — το, Ν [φουσκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουσκίζω, η λίπανση τού εδάφους με φουσκί …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — η 1. περίττωμα ανθρώπων και ζώων, αποπάτημα. 2. κοπριά, φουσκί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκίδι — το το φουσκί (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκίζω — φούσκισα, φουσκίστηκα, φουσκισμένος, μτβ., ρίχνω φουσκί (βλ. λ.) στο χωράφι, σκορπίζω κοπρόχωμα, κοπρίζω, λιπαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούσκισμα — το, ατος λίπανση της γης με φουσκί (βλ. λ.), με κοπρόχωμα, κόπρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”